- επίκρανο
- το (Α ἐπίκρανον) [κρανίον]νεοελλ.το σακοειδές σχήμα τής χλαίνης που καλύπτει το κεφάλι πάνω από το πηλήκιο τών στρατιωτικών, η κουκούλααρχ.1. κάθε κάλυμμα ή κόσμημα τού κεφαλιού, κεφαλόδεσμος2. αρχιτ. το κιονόκρανο, το αρχιτεκτονικό μέλος που επιστέφει την παραστάδα ή τον πεσσό και αποτελείται από ένα ή περισσότερα κυμάτια*. διακοσμημένα ή μη, και πολλές φορές και από άβακα*3. γραμμ. μτφ. τὰ ἐπίκραναοι προθέσεις.
Dictionary of Greek. 2013.